Η ΑΛΛΗ ΔΙΚΗ
Είναι πολλοί εκείνοι που ισχυρίζονται πως τα Γράμματα στη Φελίτσε του Φραντς Κάφκα είναι ό, τι καλύτερο έγραψε ο συγγραφέας στη ζωή του, γιατί πρόκειται για κείμενα αυθόρμητα, ειλικρινή και άκρως αποκαλυπτικά.
Ο Κάφκα γνώρισε τη Φελίτσε Μπάουερ το 1912 στο σπίτι του φίλου του Μαξ Μπροντ. Η πυκνότατη αλληλογραφία τους (διαθέτουμε μόνο τις επιστολές που έγραψε εκείνος), έδωσε την ευκαιρία στον νομπελίστα συγγραφέα να γράψει ένα διεισδυτικό, ευφυές δοκίμιο για τον συγγραφέα από την Πράγα, που θεωρείται πλέον κλασικό.
Ο Κάφκα και η Φελίτσε αρραβωνιάστηκαν δύο φορές, το 1914 και το 1917. Πριν από τη διάλυση του πρώτου αρραβώνα, η οικογένεια Μπάουερ έστησε στο Βερολίνο ένα είδος δικαστηρίου, στο οποίο βασίστηκε ο δημιουργός της Μεταμόρφωσης, για να γράψει τη δική του Δίκη, ένα εμβληματικό μυθιστόρημα που τον έκανε παγκόσμια γνωστό.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Η ΑΛΛΗ ΔΙΚΗ
Εκδόθηκαν επιτέλους σ’ έναν τόμο 750 σελίδων αυτές οι επιστολές που περικλείουν τα μαρτύρια πέντε ετών. Το όνομα της μνηστής, που για πολλά χρόνια αναφερόταν διακριτικά όπως και του Κ. με το γράμμα Φ και μία τελεία, έτσι ώστε να ξέρουμε ποιο πρόσωπο κρυβόταν από πίσω, αναγκάζοντάς μας να ψάχνουμε και να μην το βρίσκουμε ποτέ, τώρα φιγουράρει με μεγάλα γράμματα στο εξώφυλλο του βιβλίου. Η γυναίκα στην οποία απευθύνονται οι επιστολές αυτές, έχει πεθάνει εδώ και οκτώ χρόνια. Πέντε χρόνια πριν από το θάνατό της, τις πούλησε στον εκδότη του Κάφκα και, όπως σκεφτόμαστε σε παρόμοιες περιπτώσεις, η «πολυαγαπημένη επιχειρηματίας» του Κάφκα απέδειξε ακόμη και την τελευταία στιγμή αυτή της την ικανότητα, που όχι μόνο σήμαινε πολλά για κείνον, αλλά του δημιουργούσε και αισθήματα τρυφερότητας.
Η αλήθεια είναι όπως, όταν κυκλοφόρησαν οι επιστολές, ο Κάφκα ήταν ήδη σαράντα τρία χρόνια πεθαμένος, και παρ’ όλ’ αυτά η πρώτη αντίδραση που νιώσαμε –έφταιγε ο σεβασμός μας προς αυτόν και προς την δυστυχία του- ήταν κάτι ανάμεσα σε δυσάρεστη αμηχανία και ντροπή. Γνωρίζω ανθρώπους που, καθώς προχωρούσαν στην ανάγνωσή τους, η ντροπή που ένιωθαν μεγάλωνε, γιατί δεν μπορούσαν να απαλλαγούν από την αίσθηση πως δεν τους επιτρεπόταν να εισχωρήσουν σ’ αυτούς τους χώρους. […]
(Απόσπασμα από το περιεχόμενο του βιβλίου)