Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Στον πίνακα των αξιών κατά τη μακραίωνα διαδρομή της ελληνικής ιστορίας, πρώτη είναι η Ελευθερία. Σε καμία άλλη χώρα η λατρεία της δεν ύψωσε τόσο περίλαμπρο ναό δοξολογίας αλλά και τόσο πολυαίμακτο βωμό θυσίας.
Ελλάς και Ελευθερία έφθασε να γίνουν έννοιες ταυτόσημες, καθώς προσεπικύρωναν αιώνες και χιλιετηρίδες το συμβάδισμά τους στην τροχιά της Ιστορίας. Για την προαιώνια αυτή ένδοξη συνύπαρξη ιστορικός σταθμός υψηλής σημασίας είναι το γεγονός που συμβολίζει η 25η Μαρτίου 1821 και πανηγυρίζει το έθνος μας την διακοσιοστή επέτειο της Επαναστάσεως. […] […] Στις 30 Απριλίου Δευτέρα του Θωμά, η Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ αρχίζει στη μεγάλη αίθουσα του Βουλευτικού, στην πλατεία του Πλατάνου. Από το πρωί πολύς κόσμος συρρέει, για να καταλάβει θέση. Στις 11:30 οι δύο κατηγορούμενοι συνοδευόμενοι από οκτώ χωροφύλακες εισέρχονται στο Δικαστήριο. Συνηγόρους διώρησαν τον Π. Βαλσαμάκη και τον Χριστοδ. Κλωνάρη. Εν μέσω γενικής συγκινήσεως άρχισε η εξέταση του γέροντος αρχιστρατήγου.
Πρόεδρος: Πως ονομάζεσαι;
Κολοκοτρώνης: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Πρόεδρος: Πόθεν κατάγεσαι;
Κολοκοτρώνης: Από το Λιμποβίσι της επαρχίας Καρυταίνης.
Πρόεδρος: Πόσων ετών είσαι;
Κολοκοτρώνης: Εξήντα τεσσάρων. Εγεννήθηκα εις το 1970, Απριλίου 3.
Πρόεδρος: Τι επάγγελμα έχεις;
Κολοκοτρώνης: Στρατιωτικός. Κρατώ εις το χέρι τον σουλντάδον (τουφέκι) και πολεμώ υπέρ της Πατρίδος.
Πρόεδρος: Ειπέ τι απολογείσαι διά την κατηγορίαν η οποία σου αποδίδεται;
Ο Κολοκοτρώνης αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε συνεννόηση με τον Ρώμα κατά της Αντιβασιλείας και με τους ληστές και στο τέλος πρόσθεσε: «Μετά τον φόνον του Κυβερνήτου η πατρίδα μας ήταν χωρισμένη εις δύο. Εγώ, άμα έμαθα τον διορισμόν του Βασιλέως μας, έκαμα την σημαίαν του, αμέσως δε και εγώ και οι φίλοι μου εκάμαμε αναφοράν εις την Βαυαρίαν και εδείχναμε την αφοσίωσίν μας. Μόλις δε ήλθε ο Βασιλέας, εσκόρπισα τους ανθρώπους μου και ησύχασα εις το περιβόλι μου. Τώρα με κατηγορούν. Αλλά διατί; Εγώ ν’ αντενεργήσω εις τον Βασιλέα μου και εις την Αντιβασιλείαν; Αλλά δεν γνωρίζετε και σεις οι ίδιοι, κύριοι δικασταί, και όλοι οι Έλληνες τας προσπάθειάς μου εις όλον αυτό το διάστημα της επαναστάσεως, δια ν’ αποκτήση το έθνος κεφαλήν και να μου λείψουν οι φροντίδες; Τώρα όπου ο Θεός μας έδωσε Βασιλέα, εγώ είπα εις όλους τους φίλους· «Τώρα είμαι ευτυχής. Θα κρεμάσω την κάππαν μου εις τον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω εις την καλύβα μου, δια να πεθάνω ήσυχος και ευχαριστημένος». […]
(Απόσπασμα από το περιεχόμενο του βιβλίου)