ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Στην Αθήνα, εκεί που υπάρχουν ωραία σπίτια, υπάρχουν και άθλιες, ανήλιες κατοικίες, μέσα στις οποίες με τους πιο ανθυγιεινούς όρους ζουν πολλοί άνθρωποι.
Στη σοφίτα μιας τέτοιας κατοικίας ζούσε εγκαταλειμμένο σχεδόν απ’ όλους ένα φτωχό, κουτσό παιδί.
Μικρό ακόμα είχε χάσει τους γονείς του κι έμενε με μόνο του στήριγμα στον κόσμο αυτό μια μακρινή θεία του, γυναίκα ψυχρή και αδιάφορη.
Καχεκτικό και κουτσό υπόφερε από τότε που θυμάται τον εαυτό του.
Μικρότερο μπορούσε να περπατάει λίγο, να κάνει που και που κάτι μικροδουλίτσες, από τις οποίες κέρδιζε ελάχιστα χρήματα. Εδώ και δυο χρόνια όμως έπεσε στο κρεβάτι ανίκανο να συρθεί, ανίκανο να εργαστεί. Ένα ατύχημα του σακάτεψε τελείως τα πόδια και το καθήλωσε στο κρεβάτι του.
Το ψωμί του, το κέρδιζε τώρα πλέκοντας καλάθια απ’ αυτά που χρησιμοποιούν στ’ ανθοπωλεία.
Στη σοφίτα, λοιπόν, φυλακισμένος ο Νικόλας, που την είχε παραχωρήσει ο νοικοκύρης του σπιτιού από φιλανθρωπία, χωρίς ποτέ να του ζητήσει νοίκι.
Μικρός ακόμα είχε μάθει από τη μητέρα του λίγα γράμματα, ώστε να μπορεί να διαβάζει και να γράφει, αλλά δεν του είχε μιλήσει ποτέ για το Χριστό και για την Εκκλησία.
Κάποτε, μια κρύα μέρα του χειμώνα, όταν το χιόνι σκέπαζε τις στέγες των σπιτιών και τους δρόμους και ο παγωμένος αέρας τον έκανε να τρέμει στην κρύα σοφίτα του, σύρθηκε ο Νικόλας κουτσά – κουτσά ως το Κατηχητικό Σχολείο, που γινόταν σε μια αίθουσα, απέναντι από το «σπίτι» του. Πήγε όχι τόσο για να ακούσει το μάθημα, όσο για να απολαύσει τη ζέστη της αίθουσας, έστω και για μια ώρα. […]
(Απόσπασμα από το πρώτο διήγημα της συλλογής με τίτλο ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ»
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Γράμματα από τον ουρανό
Το βραβείο του διαγωνισμού
Ένα κυνήγι
Ο Κινέζος χριστιανός
Ο κρυμμένος θησαυρός
Ιωάννης 3, 16
Στην αυλή του Αγ. Στεφάνου
Ένας ήλιος μέσα στη νύχτα
Κούλης, Κολίνος και Κολινδρός