Ήταν παραμονή του Σταυρού.
Ύστερ’ από τα δυνατά μελτέμια, είχε απλωθεί, σ’ ολόκληρο το Αιγαίο, η μπουνάτσα.
Ο ήλιος έδυνε πίσω από τα Γιούρα.
Τα νησιά είχαν ντυθεί στ’ αχνά τριανταφυλλένια χρώματα ενός γαληνεμένου απόσπερου του Σεπτέμβρη κι η θάλασσα είχε πάρει τη μεταξένια όψη του ατλαζιού, τέτοιο που συνήθιζαν να το φέρνουν, άλλοτε, στην Τήνο, οι ενετικές γαλέρες για τις αρχόντισσες που τόσο αγαπούσαν να καμαρώνουν στα βελούδα και στ’ ατλάζια και σ’ όλα τα στολίδια της παινεμένης Βενετιάς.
Απ’ το μικρό παράθυρο της κάμαράς της, η Λουκία κοίταζε το Ξώμπουργο, που είχε βαφτεί στα ροζ κι’ ήταν σαν ένας τεράστιος ροζ κρίνος του φθινοπώρου, από κείνους που γεμίζουν τα περιβόλια αυτή την εποχή.
Το ψηλό, αδύνατο κορίτσι με τις καστανές πλεξίδες και τα μεγάλα γκρίζα μάτια, η Λουκία Νεγρεπόντη, ήταν δώδεκα χρονών. Το σοβαρό της πρόσωπο και τα μακριά φορέματα εκείνης της εποχής την έδειχναν κιόλας κοπέλα.
Στην πραγματικότητα, η Λουκία ήταν ακόμα ένα παιδί, με τη φαντασία της γεμάτη απ’ τα θαυμαστά παραμύθια της Νενές της -της κυρά Φρατζεσκούλας- και τις λεβέντικες ιστορίες του καπετάν Σφέντου, του παλιού πειρατή που, στα ώριμα χρόνια του, είχε παρατήσει την παλιά του τέχνη για να ντυθεί το μοναχικό σχήμα και που, όσο κι αν ήταν τώρα καλόγηρος κι’ όσο κι’ αν τον έλεγαν Ιωακείμ, ένα μικρό μέρος της καρδιάς του έμενε πάντα πίσω, σ’ εκείνα τα αξέχαστα χρόνια της Ενετικής Εξουσίας που, το παλικάρι, ο Νικόλας Σφέντος, τρομοκρατούσε τις ακτές της Κρήτης και των άλλων νησιών της Υψηλής Πύλης κι’ έβαζε μπουρλότο, σα νάταν κλιματόβεργες, στα τούρκικα πλεούμενα.
Τι χρόνια ήταν κι εκείνα, αν πιστέψεις τους παλιούς!
Και πόσο λυπόταν η Λουκία που άργησε να γεννηθεί κι’ έπεσε μέσα στην Τουρκοκρατούμενη Τήνο!
Όχι πως ήταν κακοί οι Τούρκοι στην Τήνο.
Ούτε καν υπήρχαν στο νησί.
Η γενναιότης των Τηνιακών τους είχε διώξει και κυβερνούσαν από μακριά την Τήνο που, τελευταία απ’ όλα τα νησιά και πολύ αργότερα απ’ όλα τ’ άλλα, είχε πέσει στην κυριαρχία τους. […]
(Απόσπασμα από το βιβλίο)