Καθώς η δόκιμη Αναστασία ατενίζει από το κελλί της τον επιβλητικό και τόσο αντιμαχόμενο ανάμεσα σε καθολικούς και ορθοδόξους βράχο του Ξώμπουργου (Εξώμβουργου), η σκέψη της επανέρχεται στο υψηλό, άγονο και ανεμοδαρμένο Κεχροβούνι. Συλλογίζεται πως ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο δύο μνήμες: την καλή και την κακή. Συνήθως οι άνθρωποι αντί για την καλή, κρατάμε την κακή. – Μνησικακούμε αντί να συγχωρούμε, ενθυμούμενοι όλα τα κακά που μας προξένησαν οι άλλοι ενώ ταυτόχρονα ξεχνάμε τα κακά που προκαλέσαμε εμείς σ’ εκείνους. Η σχέση μας με την μετάνοια και τη συγχώρηση κάθε άλλο παρά καλή είναι. Επιπλέον, προσπαθούμε να κρατήσουμε γερά στη μνήμη μας και τα καλά που τους κάναμε. Τους ευεργετήσαμε; Τους προσφέραμε λίγη αγάπη και καλοσύνη; Σταθήκαμε δίπλα τους στον πόνο ή στη χαρά τους; Τότε σπεύδουμε άμεσα να τα αποθηκεύσουμε όλα αυτά στη μνήμη μας ώστε να τρέξουμε με την πρώτη ευκαιρία να τα ανασύρουμε για να τα αξιοποιήσουμε πάλι προς ίδιον όφελος. Είτε για να ενισχύσουμε τον εγωϊσμό μας και την κενοδοξία μας, είτε ακόμη χειρότερα, να διεκδικήσουμε απαιτήσεις κι οφέλη από τον Θεό. Έτσι, ό,τι καλό κάναμε πάει χαμένο.
Ο Κύριος δεν περιμένει από εμάς ανταπόδοση για τις ευεργεσίες του. Θα μας ευεργετήσει ούτως ή άλλως. Βρέχει επί δικαίους και αδίκους. Εμείς όμως δεν ανεχόμαστε την παραμικρή αδικία, όσο και πρόσκαιρη κι αν είναι. Δεν δεχόμαστε «μύγα στο σπαθί μας». Αντίθετα ο Κύριος υπομένει και μακροθυμεί προς πάντας. Αντί να τον ευχαριστούμε και να τον δοξάζουμε, περιμένουμε την μισθαποδοσία των μικρών και ευτελών μας έργων. Θεωρούμε πως ο Κύριος είναι υποχρεωμένος σε εμάς κι όχι εμείς σ’ Εκείνον. Τις δικές του ευεργεσίες τις βλέπουμε μικρές ή τις αγνοούμε ενώ τις δικές μας τις διογκώνουμε με μεγεθυντικό φακό για να φαίνονται μεγαλύτερες τόσο στα μάτια τα δικά του όσο και στα μάτια του κόσμου. Τα καταγράφουμε λεπτομερώς όλα στον σκληρό δίσκο της κακής πάντα μνήμης μας.
Δυστυχώς αυτήν την ολέθρια μνήμη την κρατάμε μέχρι το τέλος της ζωής μας. Αλλά κι αν ακόμα προσπαθούμε να απαλλαγούμε από αυτήν, ο άθλιος εωσφόρος θα μας ρίξει ιούς για να κάνει το έργο μας δύσκολο.
Η θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων της μνήμης είναι πολύ δύσκολη. Απαιτείται πολύ και καθημερινός αγώνας: αγάπη, συγχωρητικότητα, ταπείνωση. Η διατήρηση της κακής μνήμης οδηγεί στο πάθος της μνησικακίας.
Ο αείμνηστος γέροντας Νεκτάριος Βιτάλης είχε δύο άγιους υποτακτικούς: Τον παπ’α-Μελέτη και τον πάπα- Αγαθάγγελο. Και οι δύο έφυγαν πολύ νωρίς από αυτή τη ζωή, σχεδόν παιδιά. Ήταν επίγειοι άγγελοι και στη συνέχεια έγιναν και ουράνιοι.
Ο παπά-Μελέτης διακονούσε τον γέροντα στο προσκύνημα της Καμάριζας ενώ ο παπά-Αγαθάγγελος διακονούσε σε αρκετά χιλιόμετρα μακριά, στο μετόχι του Αγίου Αθανασίου στον Κουβαρά. Ο συγκεκριμένος μοναχός εφάρμοζε έναν πολύ αποτελεσματικό τρόπο για να πετάξει την μνησικακία: Καθημερινά πήγαινε στους συμμοναστές του κι έβαζε μετάνοια:
-Να συγχωρεθούν αδελφοί, να κάνουμε αγάπη, αδελφοί.
Οι μοναχοί μειδιούσαν καλοπροαίρετα.
-Πάλι θα συγχωρεθούν; Τι κάναμε;
Εκείνος όμως δεν σάστιζε από εκείνο που γνώριζε.
-Να κάνουμε αγάπη αδελφοί. Να συγχωρεθούμε αδελφοί…
Ο ευλογημένος αυτός μοναχός χρησιμοποιούσε τρία πολύ μεγάλα όπλα για να πολεμήσει τη μνησικακία: την αγάπη, την συγχωρητικότητα και την ταπείνωση. Αιωνία τους η μνήμη και να έχωμε την ευχή τους! […]
(Απόσπασμα από το βιβλίο)