Αναστέναξε βαθιά, ο γερο-Αγγελής, καθισμένος σε μια καρέκλα στο μικρό μαγαζί του κυρ-Δήμου.
Εκεί συγκεντρώνονταν οι μεγαλύτεροι του χωριού και κουβέντιαζαν, με τον πόθο πάντα και τη λαχτάρα της λευτεριάς στην καρδιά. Πως την περίμεναν! Από γενιά σε γενιά!
-Ποιος ξέρει, πόσα χρόνια ακόμα θα περάσουν και πόσες γενιές θα ζήσουν και θα πεθάνουν σκλάβοι! Ποιος μπορεί να τα μετρήσει. Όσο μπορεί να μετρήσει κανείς τα’ άστρα τα’ ουρανού.
-Μην απελπίζεσαι, μπαρμπά-Αγγελή, ο Θεός είναι μεγάλος. Δεν το’ μαθες, χαμήλωσε ο άλλος τη φωνή, σαν κάτι ν’ ακούγεται… Ναι σου λέω. Η λευτεριά είναι κοντά.
Κούνησε ο γέροντας δύσπιστα το κεφάλι. Τούτο το λόγο τον είχε πολλές φορές ακούσει. Πολλές φορές είχε αφεθεί σ’ αυτό το χρυσόνειρο και πολλές φορές είχε νιώσει το φτερούγισμα της ελπίδας στα στέρνα του.
-Πάνω από τριακόσια χρόνια σκλαβιάς, Μενέλαε, αναλογιέσαι μαθές… Μόλις πάει να σηκώσει ο δύστυχος ραγιάς το κεφάλι, όλη η μανία του Τουρκαλά ξεσπάει πάνω του. Τα’ μάθαμε πια αυτά…
-Δε μιλάς, παπα-Λευτέρη, σωστά δε τα μολογάω; Πες κι εσύ κάτι.
Απόμεινε σκεφτικός ο παπάς.
-Πατέρα, φώναξε ο Κωνσταντής, που μπήκε σα σίφουνας, στο μικρό μαγαζί. Ήρθε μήνυμα από το Μωριά. Για την πατρίδα… Για τη λευτεριά! Είπαν πως ξεσηκώνονται…
-Σουτ, τον μάλωσε ο παπα-Λευτέρης. Δεν ξέρεις, ότι κι οι τοίχοι έχουν αυτιά; Τι αποκοτιά ειν’ αυτή; Και σ’ είχα για μυαλωμένο.
Χαμήλωσε τη φωνή το παιδί.
[…](Απόσπασμα από το διήγημα «Ο Κωνσταντής απ’ το Κυβέρι» που περιέχεται στο βιβλίο)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1.- Το μυστικό του Λουκά
2.- Ο καπετάν – Αγρίμης
3.- Σαν τον καλό Σαμαρείτη
4.- Ο κακός φίλος
5.- Μια κληρονομιά
6.- Η καμπάνα με έξι στάχυα
7.- Το φυλακισμένο λουλούδι
8.- Ο Κωνσταντής απ’ το Κυβέρι
9.- Ένα αγκάθι που ‘γινε δώρο…