ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ
Διαβάζω και χρωματίζω
-Πως βαριέμαι!
Ο Βασίλης βαριόταν αφόρητα. Τί ζωή ήταν αυτή, τέλος πάντων! Φαΐ, τεμπελιά, τηλεόραση, ύπνο…
-Βαριέμαι, ξαναείπε. Δεν υπάρχει τίποτα. Τουλάχιστον τίποτα ευχάριστο… εκτός από το να περιμένω τον Αη-Βασίλη να μου φέρει τα δώρα μου.
-Ποιος θα σου φέρει δώρα; ρώτησε η γιαγιά Ελένη που μόλις μπήκε στο δωμάτιο.
Ο Βασίλης γύρισε και την κοίταξε ψιλοπερίεργα. «Τί στο καλό κάνει όλη μέρα χωμένη στην κουζίνα της»; σκέφτηκε κοιτάζοντάς την με κάποια απορία.
-Ο Αη-Βασίλης, γιαγιά, ο Αη-Βασίλης. Ξέρεις, αυτός ο ασπρομάλλης με την κόκκινη στολή… Μη μου πεις πως δεν τον ξέρεις πια! Γιατί ποιος άλλος θα ‘φερνε δώρα στα παιδιά κάθε Χριστούγεννα!
-Α! Και φέρνει δώρα σ’ όλα τα παιδιά;
-Εννοείται. Εκτός, φυσικά, αν δεν ήσουν καλός όλο το χρόνο. Διαφορετικά σου φέρνει ό, τι επιθυμείς.
Ο Βασίλης σταμάτησε για μια στιγμή. Μια σκέψη, που πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του, άφησε μια σκιά αμφιβολίας στα μαύρα μάτια του.
-Τώρα που το σκέφτομαι, ο Γιάννης δεν πήρε τίποτα πέρυσι, ούτε η αδελφή του η Μαρίτσα, αν και είναι και οι δυο τους πολύ καλά παιδιά. Ούτε κι ο Γιώργος, εκείνο το ορφανό παιδί που μένει στη γειτονιά τους, πήρε τίποτα, μουρμούρισε σκεφτικός.
-Σαν να μου φαίνεται πως αυτός ο «Άη-Βασίλης» πηγαίνει μόνο στα παιδιά που οι γονείς τους μπορούν να πληρώνουν για δώρα, απάντησε η γιαγιά μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα καθώς ξανάμπαινε στην κουζίνα.
-Αμάν, γιαγιά! Μα δεν πληρώνεται για τα δώρα! Τα φέρνει δωρεάν.
-Και πότε τα φέρνει; Ρώτησε τάχα με ενδιαφέρον η γιαγιά.
Παραμονή Χριστουγέννων, όταν όλοι κοιμούνται του καλού καιρού, κατεβαίνει από την καπνοδόχο και αφήνει τα δώρα κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δένδρο.
-Και πως είναι αυτός ο «Άη-Βασίλης»; Τον είδες ποτέ να σου φέρνει δώρα;
-Πώς να τον δω, γιαγιά, αφού κοιμάμαι όταν έρχεται! Αλλά έχω δει πολλούς απ’ αυτούς έξω από τα καταστήματα στην αγορά. […]
(Απόσπασμα από το περιεχόμενο του βιβλίου)
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ