Διά τον προχριστιανικόν κόσμον ο θάνατος ήτο αίνιγμα και πρόβλημα άλυτον. Επιφανείς αυτού άνδρες ομολογούσιν άγνοιαν διά τα μετά θάνατον και αδυναμίαν να διεισδύσωσιν εις το βαθύ σκότος, το οποίον εκάλυπτε το φοβερόν του θανάτου μυστήριον. Όταν όμως «το φως το αληθινόν» (Ιωαν. α’. 9) ιλαρόν εκ του Ζωοδόχου Τάφου ανέτειλε, διέλυσε του θανάτου τα σκότη και ούτω σήμερον αποθνήσκοντες γνωρίζομεν που προευόμεθα και ότι «εάν η επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθή, οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον εν τοις ουρανοίς» (Β’ Κορ. ε’. 1).
Ο θάνατος, αποτρόπαιον της αμαρτίας τέκνον, εισελθόν δι’ αυτής εις τον κόσμον (Ρωμ. ε’. 12), κατελύθη διά του σταυρικού του Κυρίου θανάτου. Έκτοτε παρομένει προσωρινώς εν αυτώ, διότι εν καιρώ θα καταργηθή οριστικώς υπό του Κυρίου, ως έσχατος Αυτού εχθρός (Α’ Κορ. ιε’. 27) και ούτω «ο θάνατος ουκ έσται έτι, ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος» (Αποκ. κα’. 4). […]
Ο ιερός Χρυσόστομος, η ενσάρκωσις της χριστιανικής αγάπης, δεν παρέμεινεν απαθής προ τοιούτων φαινομένων της εποχής του. Εκπληρών θείαν εντολήν «παρακαλείτε, παρακαλείτε τον λαόν μου» (Ησ. μ’, 1) παραμυθείσθε τους ολιγοψύχους» (Α’ Θες. ε’ , 14) δι’ υπέροχων ομιλιών απαλύνει των πενθούντων τον πόνον, προβάλλων τον θάνατον υπό το χριστιανικόν φως, το οποίον μόνον παρηγορεί, διότι πηγάζει εκ του «Θεού πάσης παρακλήσεως» (Β’ Κορ. α’ , 4). Υποδεικνύει με πειθώ και χάριν το χριστιανοπρεπές πένθος, τας σεμνάς κηδείας, τον τρόπον ωφελείας των ψυχών και άλλα σχετικά προς την μετά θάνατον ζωήν. […]
(Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
1.- Ο θάνατος γενικώς
2.- Ο θάνατος είναι μυστήριον
3.- Οι διά τους αποθανόντας θρήνοι
α’. Είναι αδικαιολόγητοι
β’. Είναι ανάρμοστοι
4.- Εις πενθούσαν σύζυγον
5.- Διά τον θάνατον τέκνων
6.- Τα κατά τας κηδείας τελούμενα
7.- Αι πολυτελείς κηδείαι
8.- Το ανθρώπινον σώμα
α’. Η θνητότης αυτού
β’. Η διάλυσις του σώματος
9.- Η προς τους αποθανόντας βοήθεια
10.- Η ανάστασις του σώματος