Εάν μελετήσωμεν το βιβλίον της «Γενέσεως» της Παλαιάς Διαθήκης θα ιδώμεν τα εξής εδάφια. «Εν τω ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου, έως του αποστρέψαι σε εις Γην, εξ ης ελήφθης ότι γη ει και εις γην απελεύση»· (Γενεσ. Γ’ 19). «Και αποκριθείς ο Αβραάμ είπε νυν ηρξάμην λαλήσαι προς τον Κύριόν μου· εγώ δε είμι γη και σπόδός» (Γεν. ΙΗ’ 27). Εις μεν το πρώτον εδάφιον βλέπομεν την αντωνυμίαν (σύ) εις δε το δεύτερον βλέπομεν την αντωνυμίαν (εγώ). Αι αντωνυμίαι αυταί είναι προσωπικαί, διότι δηλούσι πρόσωπα αισθανόμενα, νοούντα, έχοντα μνήμην, συνείδησιν και έναρθρον λόγον. Τα πρόσωπα αυτά είναι ο Αδάμ και ο Αβραάμ. Έκαστον εξ αυτόν αποτελεί ιδιαιτέραν χοϊκήν ύπαρξιν, αισθανομένην, νοήμονα, έχουσα μνήμην, συνείδησιν και έναρθρον λαλιά. Πάσαι αυταί αι ικανότητες προήλθον εκ των δυνάμεων, διά των οποίων ο Πάνσοφος Δημιουργός συνεκρότησε τον πολύπλοκον ανθρώπινον οργανισμόν. […]
(Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου)