ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
Η σημερινή κατάστασις της Ορθοδόξου θεολογίας ημπορεί να χαρακτηρισθή με δύο λέξεις: σύγχυσις και αφύπνισις. Με την λέξιν σύγχυσις εννοώ την πασιφανή έλλειψιν ενότητος, η οποία υφίσταται σήμερον μεταξύ των Ορθοδόξων θεολόγων. Δεν είναι μυστικόν ότι από τους θεολόγους μας λείπει σήμερον η ενότης θεολογικής γλώσσης, η ενότης μεθόδου, η συμφωνία ως προς την φύσιν των ζητημάτων και τον τρόπον της επιλύσεώς των. Η θεολογία μας αναπτύσσεται επί, πολλών θεολογικών «κλειδιών» και εντός διαφόρων αλληλοαποκλειομένων φιλοσοφικών πλαισίων. Αλλ’ η σύγχυσις αυτή είναι επίσης σημείον αφυπνίσεως, σημείον αναζητήσεως μιας γνησίως Ορθοδόξου θεολογικής προοπτικής.
Η κατάστασις αυτή δεν είναι βεβαίως τυχαία είναι συνέπεια των τραγικών περιπετειών τας οποίας εγνώρισεν η Ορθόδοξος θεολογία. Πράγματι, μετά την πτώσιν του Βυζαντίου και την διακοπήν της δημιουργικής πατερικής παραδόσεως η θεολογία μας υπέστη μίαν μακράν «δυτικήν αιχμαλωσίαν», η οποία βαθέως εσκότισε και εις ωρισμένας μάλιστα περιπτώσεις τελείως παρεμόρφωσε την Ορθόδοξον θεολογικήν σκέψιν.
Κατά την αυτήν μεταβυζαντινήν και μεταπατερικήν περίοδον εσημειώθη και μία ριζική μεταβολή της θέσεως και της αποστολής της θεολογίας εις την ζωήν της Εκκλησίας. Ενώ προηγουμένως η θεολογία ήτο «φροντίς» -και λειτούργημα- ολοκλήρου της Εκκλησίας, κατά την εν λόγω περίοδον έγινεν απλή ακαδημαϊκή υπόθεσις. Έτσι έπαυσε να συγκεντρώνη το γενικώτερον ενδιαφέρον και την γενικωτέραν προσοχήν. Χωρίς όμως αυτό το ενδιαφέρον και αυτήν την προσοχήν κάθε δημιουργική προσπάθεια είναι αδύνατος. Σήμερον η κατάστασις αλλάσσει. Διάφοροι συγκρούσεις και διαιρέσεις εντός της Εκκλησίας, η «οικουμενική» συνάντησις με την χριστιανικήν Δύσιν και, προ πάντων, η πιεστική πρόκλησις του συγχρόνου κόσμου τοποθετούν και πάλιν την θεολογίαν εις περίοπτον θέσιν, της δίδουν εκ νέου μίαν σπουδαιότητα την οποίαν δεν είχεν επί αιώνας. Εξ ού και η σημερινή σύγχυσις ιδεών, το πλήθος των τρόπων προσεγγίσεως, η οξύτης του μεθοδολογικού προβλήματος, η επανεξέτασις πηγών και αυθεντιών. Απαλλαγείσα από την επίσημον «γραμμήν», η οποία της επεβάλλετο συνήθως από εξωθεολογικούς παράγοντας, η Ορθόδοξος θεολογία, δεν έχει κατορθώσει ακόμη να εύρη μίαν πραγματικήν ενότητα. Είναι όμως ανάγκη να εύρη. Οσονδήποτε ευεξήγητον ή και χρήσιμον και αν είναι το σημερινόν πλήθος των θεολογικών μεθόδων και των θεολογικών προσεγγίσεων, δεν είναι δυνατόν να διαρκέση επ’ άπειρον. Εκείνο που χρειαζόμεθα είναι μία σύνθεσις, μία ένταξις όλων των κατά το μάλλον ή ήττον «ιδιωτικών» θεολογιών εις ένα ομοιογενές σύνολον. Διότι η Ορθόδοξος θεολογία είναι, εξ αυτής ταύτης της φύσεώς της, μία καθολική έκφρασις της πίστεως της Εκκλησίας∙ άλλην θεολογίαν η Εκκλησία ούτε αναγνωρίζει ούτε χρειάζεται. […]
(Απόσπασμα από το περιεχόμενο του βιβλίου ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ)